GARDIKI NEWS




ΔΗΜΟΣ ΜΑΚΡΑΚΩΜΗΣ




ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































































  ΠΑΡΑΔΟΣΗ-ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

                Η λαογραφία εξετάζει το λαϊκό πολιτισμό των διαφόρων λαών. Ο κάθε λαός έχει και το δικό του λαϊκό πολιτισμό.
               
                Όταν μιλάμε για πολιτισμό εννοούμε τα έργα και τον τρόπο ζωής οργανωμένων ομάδων ανθρώπων. Εννοούμε τα υλικά και πνευματικά έργα τους (π.χ. οικοδομήματα, μηχανές, έργα τέχνης, επιστήμες), τις κοινωνικές, τις οικονομικές και άλλες σχέσεις που έχουν μεταξύ τους.
                Το επίθετο λαϊκός, που συνοδεύει τον πολιτισμό όπως τον εξετάζει η λαογραφία, σημαίνει ότι αυτή ενδιαφέρεται για εκείνα τα έργα του πολιτισμού, που δημιουργούνται πάνω σε μια βάση ομαδική. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου εύκολο πολλές φορές να γνωρίζουμε το όνομα εκείνου που πρωτοδημιούργησε κάτι, π.χ. το δημοτικό τραγούδι για το «ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ» Γι’ αυτό μάλιστα το λόγο ορισμένοι λένε το λαϊκό πολιτισμό και ανώνυμο, σε αντίθεση με τον επώνυμο πολιτισμό (δεν τον εξετάζει η λαογραφία). Όμως η ανωνυμία του λαϊκού πολιτισμού δεν υπάρχει πάντα. Έχουμε έργα λαϊκής τέχνης (π.χ. κεραμικά, κεντήματα, ζωγραφιές κ.ά.), που οι τεχνίτες τους είναι γνωστοί, αφού φρόντισαν μάλιστα να γράψουν το όνομά τους πάνω σ’ αυτά. Και όλα αυτά είναι έργα λαϊκού πολιτισμού, γιατί οι άνθρωποι που τα δημιούργησαν συμφωνούσαν τελείως με τα γούστα και τις ιδέες των πολλών, για τους οποίους και τα δημιούργησαν. Και αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού που λέμε λαϊκό: η ομαδική (συλλογική) συμφωνία και η ψυχική συμμετοχή σε ένα έργο.
                Η ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα παλαιά, αλλά και για την παράδοση, δηλαδή, για παλαιά που έχουν φτάσει στη σύγχρονη εποχή.
                Κάθε λαός πρέπει να πιστεύει στην πρόοδο της τεχνολογίας και της επιστήμης αλλά και να ενδιαφέρεται γι’ αυτό που του έχει παραδοθεί από το παρελθόν του και να το διατηρεί ως ένα βαθμό. Η παράδοσή του έρχεται από εποχές μακρινές κι όχι τόσο γνωστές ίσως. Η λαογραφία, χωρίς να ζητεί  από τους ανθρώπους να γυρίσουν στο παρελθόν - αυτό άλλωστε είναι κάτι αφύσικο και αδύνατο - τους βοηθάει να γνωρίζουν τη λαϊκή τους παράδοση.

   ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ

             

 Το πιο απαραίτητο και το πιο πολύτιμο εργαλείο για την κάθε νοικοκυρά ήτανε ο αργαλειός. Έχοντας αργαλειό στο σπίτι της, στο πιο ευάερο και πιο ευήλιο δωμάτιο, κάθε αγροτική οικογένεια, ήταν σαν να είχε στη δούλεψή της ένα ατομικό υφαντουργικό εργαστήρι, που κάλυπτε όλες τις ανάγκες σε είδη ρουχισμού και κλινοστρωμνής.
                Το στήσιμο του αργαλειού δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Ήθελε σταθερότητα και ζύγισμα, για να μη μετατοπίζεται με τα τραντάγματα από τις κινήσεις που έκανε η νοικοκυρά. Στα περισσότερα σπίτια του χωριού o αργαλειός ήταν μόνιμα στημένος, κάτω από χαγιάτια (μπαλκόνια), στο κατώι δίπλα πάντα από παράθυρο και προσωρινά πολλές φορές στην άκρη του δωματίου στο σπίτι
                Ο αργαλειός  φτιαχνόταν από τέσσερα ισομεγέθη γερά και βαριά όρθια ξύλα δέντρου, που συνδέονταν και με άλλα ξύλα, με ειδικούς αρμούς και είχε τα έξης εξαρτήματα:
                Ας ξεκινήσουμε από το βασικό αντί, που είχε το νήμα. Αυτό τοποθετείται απέναντι από την υφάντρα. Το νήμα αυτό πέρναγε μέσα από τα μιτάρια και τα χτένια και κατέληγε στο αντί, που ήταν μπροστά στην υφάντρα και λεγόταν σχιστάνι. Τούτο το έλεγαν έτσι, γιατί φέρει σχίσιμο στη μέση ώστε να περνάει το ύφασμα.
                Τα μιτάρια ήταν δικτυωτά πλέγματα νημάτων, σε σχήμα 8. Ήταν στερεωμένα τα νήματα σε δυο λεπτές σανίδες, που είχαν σταθερή θέση. Λέγονται μιτάρια, γιατί το νήμα λέγεται και μίτος (βλ. Μίτος της Αριάδνης, Θησέας, Λαβύρινθος - από τη μυθολογία).
                Από εκεί οι κλωστές πήγαιναν στα καρούλια ή καρέλια, στην οροφή του αργαλειού. Αυτά κρέμονταν κι είχαν την ικανότητα με τις πατήθρες ή ποδαρίτσες, που κρέμονται απ’ αυτά, να μετακινούνται οι κύκλοι του 8, πότε πάνω και πότε κάτω. Οι πατήθρες πατιόνται όταν ήθελε η υφάντρα να μετακινήσει τις δυο επιφάνειες των νημάτων. Στη συνέχεια οι κλωστές περνάνε μάσα από τα χτένια. Και αυτά ήταν φτιαγμένα από μικρά τεμάχια καλαμιού, που ήταν στερεωμένα σε 2 παράλληλα τεμάχια σανιδιών. Το άνοιγμα που αφήνουν τα καλαμάκια χαρακτήριζε τα χτένια σε: 1) Δασόχτενα (δασιά υφάσματα - πουκάμισα και σκουτιά), 2) Ρασόχτενα (για τα ράσα των παπάδων) και 3) Πανόχτενα (για λιόπανα, αντρομίδες, βελέντζες, κιλίμια, κάπες, σαγίσματα) και λοιπά. Το χτένι μπαίνει σε μια θήκη, που το στερέωνε κι έτσι η υφάντρα το κτύπαγε με όση δύναμη χρειαζόταν για να σφίξει το νήμα. Η θήκη αυτή κρέμεται από την οροφή του αργαλειού.
                Ανάμεσα λοιπόν στις 2 επιφάνειες των τεντωμένων νημάτων, που ανεβοκατεβαίνουν, χορεύει η σαΐτα, που είναι μακρόστενο ρομβοειδές εργαλείο, με κοιλιά στη μέση, για να μπαίνουν τα μασούρια και τα κουλούκια. Τα μασούρια και τα κουλούκια ήταν μικρά σωληνάκια, που πάνω τους τυλιγόταν το υφάδι.


                Φτάσαμε έτσι κοντά στα χέρια της υφάντρας. Μπροστά της έχει στερεωμένο το σχιστάνι. Με σφήνες το περιστρέφει κάθε τόσο και λιγάκι, για να χοντρύνει το βιλάρι.
                Στην Ελλάδα χρησιμοποιούνταν 3 είδη αργαλειού: ο πλαγιαστός, ο όρθιος και του λάκκου. Ο πλαγιαστός ήταν ο πιο συνηθισμένος. Φτιαγμένος από 4 ξύλα που συνδέονταν χαμηλά με 4 χοντρά σανίδια και με άλλα 4 στην κορυφή τους.
                Οι γυναίκες έφτιαχναν μ’ αυτόν φουστάνια, μεσοφόρια, ποδιές, φανέλες, γιορντάνια και μπούστα, για τον εαυτό τους. Για τους άνδρες έφτιαχναν παντελόνια, πουκάμισα, βράκες, φανέλες, κάπες και καπότες με τις κουκούλες.
                Ο άλλος, εξίσου σημαντικός, τομέας προσφοράς του αργαλειού ήταν τα κλινοσκεπάσματα της οικογένειας. Πολύχρωμες μπατανίες, χράμια, βελέντζες, σαλίσματα, κιλίμια, κουρελούδες, και τσαντίλες. Απ’ αυτά τα είδη, οι βελέντζες και τα σαλίσματα είχανε και μια επιπρόσθετη επεξεργασία. Τα πηγαίνανε υποχρεωτικά στη νεροτριβή (σ’ αυτή έστριβε το νερό ο μυλωνάς, όταν δεν είχε άλεσμα). Τα βάζανε σε μια μεγάλη φυσική (συνήθως) γούρνα κι έπεφτε από ψηλά τρεχούμενο νερό. Αυτό συνεχιζότανε για μια βδομάδα περίπου. Είχε σαν αποτέλεσμα, με το συνεχές κτύπημα του νερού, να φουσκώνουν, να βγάζουν χνούδι κι έτσι γίνονταν πιο απαλά στη χρήση τους.
                Κύρια πρώτη ύλη ήταν  το μαλλί.  Προϊόν που  έβρισκαν σχετικά εύκολα, κι αυτό βέβαια γιατί ήταν κτηνοτρόφοι και γεωργοί.
                   Για να φτάσουν αυτά τα υλικά στον αργαλειό, έπρεπε να προηγηθεί μια μακριά διαδικασία.
                Το μαλλλί ήταν και είναι η σπουδαιότερη πρώτη ύλη. Μ’ αυτό ύφαιναν σε όλη την Ελλάδα κιλίμια για το πάτωμα, μπατανίες, χράμια, τορβάδες-σάκους δηλ. για τη μεταφορά τροφίμων ή εργαλείων-κάπες και σκουτιά (μάλλινα κατώτερης ποιότητας). Τα πρόβατα κουρεύονται την άνοιξη. Το μαλλί ζεματίζεται, μετά πλένεται στη βρύση ή στον ποταμό, το στέγνωναν και το λανάριζαν (=έξαιναν).


                Ύστερα γινόταν η διαλογή. Το πιο καλό βγαίνει από τη ράχη του ζώου. Το μακρύ το έγνεθαν στη ρόκα, το κοντό στην τσικρίκα (είδος διπλής ρόκας). Ορισμένα είδη (ταγάρια, σακιά ελαιοτριβείου, διάδρομοι) γίνονται από τραγόμαλλο κι έχουν πιο τραχιά υφή. Το γνέμα τυλιγόταν στο αδράχτι, για να καταλήξει τελικά στα σαΐτα του αργαλειού. Ήταν το υφάδι, ενώ το στημόνι (=πολύ γερή κλωστή, που δεν κοβόταν κατά την ύφανση) ήταν το μοναδικό είδος που χρειαζόταν να αγοράσουν οι νοικοκυρές για να υφάνουν.

ΣΤΑΝΗ

                Η λέξη στάνη αποτελεί και σχετίζεται με την χειμωνιάτικη και καλοκαιρινή ζωή των τσοπάνηδων, τα γυναικόπαιδα, τους τσοπάνηδες, τους σμίχτες, τους στανιώτες, όπως λέγονται όλοι μαζί, τα κοπάδια, τα καλύβια, τα διάφορα μαντριά για τα ζώα, τις στρούγκες για το άρμεγμα και το μπατζαριό (το μέρος που γίνεται το τυρί), τα βοσκοτόπια.
                Γενικότερα αυτή η λέξη προσδιορίζει την περιοχή που ξεκαλοκαιριάζουν και ξεχειμωνιάζουν, έχοντας κοντά τους όσα τους χρειάζονται στην ζωή και στο επάγγελμά τους.
                Επίσης στάνη λέγανε το τόπο που βρίσκονταν τα γιδοπρόβατα και όλα τα ζώα, τα λιβάδια που έχουν στήσει τα γρέκια και περιμένουν οι τσοπάνηδες να κάνουν οι γυναίκες τα καλύβια και τα μαντριά για να μπει ο γέννος για να πάνε να καλοξεχειμάσουν, όλοι μαζί αργότερα στο χειμαδιό.
                Έτσι στάνη λέγεται από το Δεκέμβρη και ύστερα το μέρος που είναι στημένα τα μαντριά, η στρούγκα για το άρμεγμα και το τυροκομείο, το μπατσαριό, δηλ το στανοτόπι, ή το στανομάντρι, όπου μαζώνεται η ζωή και η βαριά δουλειά της στάνης. Έτσι συνήθιζαν να λένε στανεύω, ή στανεύω στον λόγγο, η στανεύω στο γεννιλίβαδο, για να δείξουν το σημείο που είναι ο βιoς τους, και η περιουσία τους γενικότερα.
                Στανοκόπι λένε επίσης την άνοιξη στην στράτα, στα ταξίδια τους, όταν ανεβαίνουν από τους κάμπους  στα βουνά, οποιοδήποτε μέρος στέκονταν μέρα νύχτα οι τσοπάνηδες με τα κοπάδια, για να ξεκουραστούν ή να κοιμηθούν, να μουδιάσουν τα γαλάρια ή αν στηθεί η στρούγκα και το πρόχειρο μπατζαριό, για να αρμέξουν και να φτιάξουν τα τυριά.

 
                Κάθε άνοιξη και φθινόπωρο η στάνη αλλάζει μορφή.
                Την Άνοιξη οι τσοπάνηδες όταν ετοιμάζονται για τα ταξίδια τους η στάνη είναι σε εγρήγορση, για να ανέβουν στο βουνό, με τα κοπάδια τους, τους τσοπάνηδες, τα γαλάρια, τους προβαταραίους ,τα γυναικόπαιδα, τα υποζύγια, τα φορτικά, όλο τους το βιός η όλα τα σέ(γ)ια και όλα όσα χρειάζονται για την στρούγκα και το μπατσαριό. Γι’ αυτό την άνοιξη λένε, έφυγε η στάνη ή περνάει η στάνη. Μονάχα τα στερφοκόπαδα και τα αλογομούλαρα τραβάνε από άλλους δρόμους.
                Η αναχώρηση της στάνης γινόταν εντελώς ξαφνικά και την ώρα της αναχώρησης την ήξερε μόνο ο
τσέλιγκας. Αυτό γινότανε για να μη ματιάσουν οι ξένοι την στάνη την ώρα της αναχώρησης.

 
                Τον φθινόπωρο η σημασία της στάνης αλλάζει. Επαγγελματικοί και άλλοι λόγοι ανάγκαζαν τα γυναικόπαιδα να φεύγουν νωρίτερα και να κατεβαίνουν στα χειμαδιά. Οι τσοπάνηδες και τα κοπάδια γύριζαν από άλλες στράτες.
               
               

ΤΑ ΣΥΝΕΡΓΑ ΤΗΣ ΣΤΑΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΣΟΠΑΝΗ 

       
                Στο στανομάντρι είναι σκορπισμένα αριστερά και δεξιά όλα τα σέγια που χρειάζεται ο τσοπάνος για τις ατομικές του ανάγκες και για τις διάφορες δουλειές της στάνης.
                Εκείνα τα χρόνια αν έριχνες μία ματιά σε μία στάνη θα έβλεπες τα παρακάτω σέγια.
Ντουφέκι, πιστόλι, χαντζάρι, μαχαίρι, λάζο με θηκάρι, σουγιά, κουρέλα (μικρό μαχαίρι), ραβδί, γίλα , γκλίτσα, βέργες , βίτσες, διάφορα σκόπια (ραβδιά), κλαδευτήρια για να κόβει ξύλα, κουροψάλιδα, πυρόβολο ή πρυόβολο ή τσακμάκι για να ανάβει φωτιά, ακόνια για τα χαντζάρια και τα μαχαίρια, ίκλες, τρίχες, γκέμια, καμιτσίκια, κιουστέκια, μαχμούζια ή ζιγκιά, μαγκούρες, πέταλα, σάγματα ή πανωσάμαρα,  βουτσέλια, τσετούλα για να μετράει τις καρδάρες με το γάλα, σουφλιά για να ψήνει τα αρνιά, πυρουστιές, διάφορα τσόλια, στρουγκότσουλα (τσόλια της στρούγκας), στραγγιά για να στραγκάει το τυρί, στραγγοτσαντίλες ή τσαντίλες, κάπες, σακκιά, χαράρια, τρουβάδες, δισάκια , τραγομάλινα τσόλια για να κοιμάται, ξυλοχούλιαρο, χουλιάρι, χουλιάρες, βουτσέλι ή βουτσέλα, βαρέλι ή βαρέλα για να κουβαλούν οι γυναίκες το νερό στην στάνη κλπ.
                Κάποια από τα σέγια της στάνης είναι δερμάτινα, αυτά είναι τα εξής.
                Το σκαφίδι από σφαχτό ή από προβιά, που μέσα πλένει τα σκεύη του ο τσοπάνος.
                Τ’ ασκιά ή δερμάτια ή τομάρια, ή τομαράκια, ή τουλούμια, φτιαγμένα από αρνοτόμαρα ή κατσικοτόμαρα. Μέσα σ’ αυτό βάζουν το τυρί που θα κρατήσουν για το κονάκι η θα το πουλήσουν στο παζάρι. Αυτά συνήθως είναι το γκιζοτόμαρο η πρεντζοτόμαρο .
                Τα τομάρια είναι αργασμένα από τους ίδιους και αφημένα στο φυσικό τους χρώμα ,τα τέσσερα πόδια τους κρέμονται δεμένα, ενώ ο λαιμός μένει ελεύθερος για να βάζουν ή να βγάζουν το τυρί. Τα καλά τομάρια γίνονται από δέρμα προβάτων, τα γίδινα μαδάνε και γεμίζει το τυρί τρίχες.
Τα πιο καινούργια τομάρια τα έχουν στα κονάκια, για να φυλάνε τις προμήθειες από γενήματα και διάφορα τρόφιμα, ταμπάκο, κρασί, αλεύρι κλπ. Μερικά από αυτά έχουν και ειδικές ονομασίες. Το γαλατσάκι είναι το τομαράκι για το γάλα ή το ξυνόγαλο του τσοπάνου. Το τυρολόϊ είναι ένα μικρό τομαράκι για να φυλάει ο τσοπάνος το καλό το τυρί του. Η τραγατσίκα ή ταργατσίκα γινόταν από κατσικοτόμαρο, την χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες για τρουβά, εκεί έβαζαν το ψωμί, το τυρί, τον καπνό, το μαχαίρι κλπ. Υπήρχε και ένα άλλο μικρό ασκί που την χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες για να κουβαλάνε νερό, στο ένα πόδι του τομαριού ήταν στερεωμένο ένα μικρό ξύλινο σωληναράκι, η βίγλα απ’ όπου έπιναν νερό.
                Τα πρυοβόλα δεν έλειπαν από κανέναν τσοπάνο, στα λόγγια και στις ερημιές ήταν η μόνη του παρηγοριά, μ’ αυτά ανάβει φωτιές όπου βρεθεί στην στράτα, στην ερημιά, για να ζεσταθεί, για να στεγνώσει, για να βράσει τα γάλατα, και να προστατευθεί από τ’ αγρίμια. Ο τσοπάνος με την φωτιά διώχνει τα ζλάπια μακριά, ειδικά με την αρκούδα που φοβάται πολύ την φωτιά (χτυπώντας αδιάκοπα τα πρυόβολα του που πετάνε σπίθες).
                Τα πρυόβολα είναι αποτελούνται από ένα κομμάτι ατσάλι, μια στουρναρόπετρα, κι ένα κομμάτι
ίσκα.
                Τα αγγεία του μπατζαριού και της στρούγκας
                Εκτός από τα παραπάνω στην στρούγκα συναντάμε και διάφορα άλλα χρήσιμα σύνεργα.
                1. Οι ξύλινες καρδάρες ή καρδάρια ή τα ξύλινα μαστέλα για το άρμεγμα.
                Με το καρδάρι που ξέρουν πόσες οκάδες παίρνει το καθένα μετράνε και το γάλα που δίνουν στο μπάτζο. Γιαυτό και την καρδάρα την λένε και μετριγιάρα. Οι μικρές μετριγιάρες χωράνε δέκα οκάδες γάλα και οι μεγάλες δεκαπέντε, υπάρχουν και καρδάρες που παίρνουν λιγότερο γάλα. Υπάρχουν όμως και οι μπικόνες, οι
τενεκεδένιες καρδάρες που χωράνε μεγαλύτερη ποσότητα.
                Συνήθως στην ξύλινη καρδάρα έπηζαν το τυρί.
                2. Τα χάλκινα καζάνια ή λεβέτια, σ’ αυτά χύνουν το γάλα από τις καρδάρες και το κουβαλούν στο μπατζαριό. Σ’ αυτά βράζουν ή ζεσταίνουν το γάλα για να κάνουν τα γιαούρτια, τα τυριά τη φέτα, μανούρι, μυζήθρα κλπ.
                3. Μπακράτσες ή μπακράτσια, τα μικρότερα καζάνια με την χειρολαβή (το αρβάλι ή τη χερουλάδα) για να τα κρεμάνε.
                4. Οι κούτλες ή τα κουτούλια ή ο κούτουλας, στην Ήπειρο τον έλεγαν και κουτλοχούλιαρο, είναι από τα πιο απαραίτητα σκεύη που το χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για να μετράνε το γάλα αλλά και για να μαγειρεύουν, να πίνει νερό ο τσοπάνος κλπ. Είναι το τσουκάλι, το τηγάνι, και το κανάτι του τσοπάνη είναι δηλ. ένα σκεύος που δεν λείπει από κανένα κονάκι, στην άκρη έχουν μία χειρολαβή για να την κρεμάνε, έπαιρναν μία με δύο οκάδες γάλα.
                5. Οι κεπτσέδες ή τσεπτσέδες, τα σουρωτήρια όπου σούρωναν το γάλα ή μάζευαν την μυζήθρα.
                6. Τα τυρότσουλα, τα τσόλια που σκέπαζαν το γάλα μέχρι να πήξει.
                7. Οι τσαντίλες ή τα τσαντίλια ή στραγγοτσάντηλες για να στραγγάει το νερό, ο ουρός (αρχ. ορρός) από το γάλα και να γίνεται μυζήθρα ή χλωροτύρι.
                8. Πυτιολόος και γιαουρτολόος, τα μικρά πήλινα ή γυάλινα δοχεία, που έβαζαν τις πυτιές που χρησιμοποιούσαν για μαγιά, όταν έπηζαν το γάλα.
                9. Τα μεγάλα τουλούμια από τομάρια, που φύλαγαν το τυρί.
                10. Οι βεδούρες ή βεδούρια, όπου έπηζαν το γιαούρτι. Γίνονταν από ξύλο κέδρου και έπαιρναν μία έως μιάμιση οκά γιαούρτι.
                11. Οι διάφοροι κάδοι ή κάδες ή καδιά. Κατασκευάζονταν από έλατο ή δέντρος ή δρυς.
                12. Στη κάδη ή κάδα έβαζαν το τυρί για να το αλατίσουν και να το φυλάνε, λέγεται και τυρόκαδα ή τάλαρος ή ταλάρι ή ταλάρα. Χωρούσε εκατόν πενήντα οκάδες τυρί.
                     Η βουτυρόκαδα είναι η κάδη που φυλάγανε το βούτυρο.
                13. Στην γινόκαδη άφηναν το γάλα για να ξινίσει που θα γινόταν βούτυρο.
                14. Η καράμπα ή βούρτσα ή
κοπανόκαδη ή κοπανόκαδος ή τραμπουλίτσα (Ήπειρος) ήταν ο κάδος που με το τρίφτη ή κόφτη ή βουρτσόξυλο ή το φουρλίτσιο (Ήπειρος) χτυπάγανε το γάλα και γινόταν βούτυρο. Το βουρτσόξυλο είναι ένα ραβδί από έλατο ή πεύκο με τρία δίχαλα προς το κάτω μέρος
                15. Η κρεμαντζάλα ή κρεμανταλάς .Για να είναι συγυρισμένα τα σέγια και να μην είναι όλα καταγής, το μπατζαριό έχει διάφορα κρεμαστάρια για να κρεμάνε πάνω τους διάφορα αντικείμενα αυτά τα κρεμαστάρια ονομάζονταν κρεματζάλες ή κρεμαντάλες, που στη ουσία ήταν ένας κορμός δέντρου που είχε πολλά κλωνάρια κομμένα. Τον κρεμανταλά τον  έμπηχναν στο χώμα και στα κλαδιά του κρέμαγαν τα σέγια τους.
                16. Όμοιος με την κρεματζάλα ήταν ο στάλιακας με την διαφορά ότι εκεί κρεμάγανε μόνο την τσαντίλα με το τυρί.
                Τα περισσότερα από τα σύνεργα τα συναντάμε και μέσα στα καλύβια τους στο καλύβι για το κατοικιό και στις παρακαλύβες.

ΤΟ ΤΣΕΛΙΓΚΑΤΟ

                Κάθε στάνη ή κάθε τσελιγκάτο έχει έναν αρχηγό, έναν καπετάνιο, τον τσέλιγκα,
αυτός έχει πατριαρχικά δικαιώματα πάνω σε όλη την στάνη, συγγενείς, συνεταίρους, σμιχτές και τσοπάνηδες, φέρει όμως και την ευθύνη όλου του τσελιγκάτου και γι’ αυτό φέρει και το όνομα του.
                Ο τσέλιγκας εκπρόσωπει παντού το τσελιγκάτο, αυτός ρυθμίζει την κοινωνική, οικονομική, και συντροφική ζωή όλης της στάνης.
                Αυτός φροντίζει και προστατεύει όλους όσους απαρτίζουν την στάνη, συνεταίρους, τσοπάνηδες και όλες τις οικογένειες τους. Είναι παράλληλα ο άρχοντας και ο καπετάνιος της στάνης είναι ο άνθρωπος που τον σέβονται, φοβούνται και υπακούουν όλοι μέσα στο τσελιγκάτο μικροί και μεγάλοι.
                Ο τσέλιγκας πρέπει να έχει προσόντα καπετάνιου, κοινωνική παράσταση και ηθικές αρετές, να είναι έξυπνος, δραστήριος, συνετός, γενναίος, και να γνωρίζει καλά κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την στάνη, για να μπορεί να δίνει λύση αμέσως και χωρίς πολλές κουβέντες.
                Ο τίτλος του Τσέλιγκα παραμένει πάντα μέσα στη οικογένεια, και πάει από τον πατέρα στον γιο, υπήρχαν τσελιγκάδες που οι γενιές (ζουνάρια) τους μετριόνταν πάνω από τριακόσια χρόνια, το γενεαλογικό τους δέντρο έχει μεγαλώσει τόσο πολύ που η συγγένεια έχει χαθεί εντελώς. Οι απόγονοι τους έπειτα από τόσα χρόνια μπορεί να είναι τσέλιγκες, μπορεί να είναι τσοπάνηδες ή ακόμα και σμίχτες.
                Υπάρχουν περιπτώσεις που μεγάλοι τσελιγκάδες από διάφορες κακουχίες καταντήσανε απλοί τσοπάνηδες ή σμίχτες σε άλλα τσελιγκάτα ή μπορεί ακόμη να είχαν άσχημη συμπεριφορά προς τα υπόλοιπα μέλη της στάνης και να φύγουν οι τσοπάνηδες και οι σμίχτες να πάνε σε άλλες στάνες και να διαλυθεί το τσελιγκάτο τους, αυτοί λέγονταν χαλασοστάνηδες.
                Ο τσέλιγκας παρέδιδε τον τίτλο στο πρώτο του αγόρι το πρώτο τσελιγκόπουλο. Όταν όμως ο πρώτος γιος δεν είναι ικανός να διοικήσει το τσελιγκάτο, το παίρνει ο πιο ικανός και πιο δραστήριος από τα αγόρια του τσέλιγκα, όταν πάλι κάποιος από αυτούς δεν είναι ικανός να το κουμαντάρει τότε παίρνει την αρχηγία ο πιο δραστήριος και πιο έξυπνος τσοπάνος έστω και ας μην είναι πλουσιότερος. Για τους παραπάνω λόγους λέγανε ότι ο τάδε τσέλιγκας έχει το τσελιγκάτο με το σπαθί του.
                Τα παιδιά του τσέλιγκα (τ’ αγόρια) και ειδικά ο πρωτότοκος, ο μελλοντικός τσέλιγκας, δεν πάει ποτέ στα πρότα, δηλ. δεν βόσκει πρόβατα, δεν κάνει την δουλειά της γλίτσας. Τα βόσκει μόνο όταν είναι μικρός, μέχρι δεκαπέντε χρονών, μαθαίνει όμως καλά όλες τις δουλειές της στάνης και σε αυτές παίρνει μέρος αφού μεγαλώσει. Και όταν ακόμη γίνει τσέλιγκας παίρνει μέρος στο άρμεγμα, στο γένο, στον
κούρο κλπ.
                Οι τίτλοι του τσέλιγκα.
                Ανάλογα με τον πλούτο σε κοπάδια και σε πληθυσμό της στάνης ο τίτλος του τσέλιγκα διακρίνεται σε:
                Μικροτσέλιγκα, αυτός που η στάνη του αποτελείται από δύο έως πέντε κονάκια λίγα κοπάδια λίγους συνεταίρους, σμίχτες, και από έναν έως δύο τσοπάνηδες που τους πληρώνει με μισθό, τα φυλαχτικά ή την ρόγα, τους ρογιασμένους ή τους μπιστικούς.
                Μικροτσέλιγκα όμως λέγανε και αυτόν που είχε γίδια όσα πολλά και αν ήταν. Αυτόν δεν τον λογάριαζαν για την σειρά τους των πραγματικών τσελιγκάδων  και τον είχαν ξεπεσμένο. Οι βέροι τσελιγκάδες περιφρονούσαν τα γίδια, τα είχαν για ντροπή και εξευτελισμό.
                Τσέλιγκας είναι αυτός που έχει στην στάνη του πάνω από επτά κονάκια, τουλάχιστον δώδεκα, αρκετά μεγάλο αριθμό από πρόβατα και λίγα γίδια για τις ανάγκες των οικογενειών, και μία καλή λακνιά από άλογα, φοράδες, μουλάρια, καθώς επίσης και πολλούς σμίχτες.
                Αρχιτσέλιγκας, λεγόταν αυτός που είχε στο τσελιγκάτο του το λιγότερο εικοσιπέντε κονάκια καθώς και μεγάλα προτοκόπαδα, ένα πλούσιο βαλμαριό με πάνω από εκατό χοντρά ζα (ζώα), πολλούς σμίχτες και πολλούς ρογιασμένους. Ο αρχιτσέλιγκας λέγεται και πρωτοτσέλιγκας και στάνατζης ή μαγαλοτσέλιγκας ή καπετάνιος.
                Οι υποχρεώσεις ήταν ίδιες απέναντι στο τσελιγκάτο είτε από τον μικροτσέλιγκα, είτε από τον τσέλιγκα είτε από τον αρχιτσέλιγκα, αδιάφορο αν είναι μικρή ή μεγάλη η στάνη σε πληθυσμό ή σε βιος. Στρατολογεί, συμφωνεί, και πληρώνει τους συντρόφους του, την παρέα του, τους σμίχτες, και τους ρογιασμένους. Βρίσκει λιβάδια για βοσκές, τα μισθώνει και διαχειρίζεται όλα τα ζητήματα της ομάδας απέναντι στον μισθωτή. Κανονίζει τα βοσκοτόπια, ορίζει τους τσοπαναραίους και την δουλειά που θα κάνουν.

 

ΤΣΟΠΑΝΗΣ

Τσοπάνης ή τσιοπάνης ή τσόπανος ή τσοπάνος ή βοσκός λέγεται εκείνος που φυλάει (=βόσκει) πρόβατα ή γίδια. Δουλειά δύσκολη, επίπονη και πολλές φορές και επικίνδυνη. Υποκοριστικό του τσοπάνη είναι το τσοπανάκος, σπάνια όμως λέγεται. Πληθυντικός αριθμός τσοπάνηδες ή τσιοπάνηδες αλλά και τσοπαναραίοι.
                Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΣΟΠΑΝΗ Αποτελείτο από:
                ΦΑΝΕΛΑ: Μάλλινη, υφασμένη στον αργαλειό, ή πλεχτή, που αυτή ήταν και αρκετά χοντρή.
                ΒΡΑΚΙ: Ραβόταν με σέλλα κι έφτανε μέχρι τους αστράγαλους. Το δίπλωναν κι από έξω φορούσαν τις κάλτσες. Το βρακί ήταν υφαντό.
                ΠΑΝΩΒΡΑΚΙ: Κοντό παντελόνι, είδος σορτς, που έφτανε μέχρι το γόνατο και το σκέπαζε. Απαραίτητο εξάρτημά του ήταν η βρακοζώνα, είδος ζώνης, που δενόταν με θηλιά. 
                ΚΟΝΤΟ ή ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ με κλειστά μανίκια.
                ΣΤΑΥΡΩΤΟ: Ήταν το σημερινό γιλέκο. Το παλιό σταυρωτό, το γιορτινό, το φτιαγμένο από μαύρη τσόχα και το κεντούσαν με μαύρο μετάξι. Κουμπωνόταν με σιρίτια. Κατασκευαζόταν από χοντρό, μάλλινο ύφασμα, σε χωριάτικο αργαλειό.
                ΚΑΛΤΣΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΤΣΟΔΕΤΕΣ
                ΠΟΥΔΗΤΑ ή ΠΟΥΔΕΤΑ ή ΓΟΥΡΝΟΤΣΑΡΟΥΧΑ: Γίνονταν από χοιρινό δέρμα ή κι από βοδινό. Από το ίδιο δέρμα γινόταν και η νουζίτσα δηλ. το κορδόνι με το οποίο δένονταν τα πουδετά.
                ΣΚΟΥΦΙΑ: Φτιαγμένη από λαγοτόμαρο ή από δέρμα άλλου άγριου ζώου  ή σπάνια αγορασμένη από τα καταστήματα.
                ΠΑΤΑΤΟΥΚΑ: Χοντρό και λίγο μακρύ σακάκι, φτιαγμένο από ύφασμα εγχώριο.
                ΚΑΠΑ ή ΚΑΠΟΤΑ για μεγάλους και ΚΑΠΙ ή ΚΑΠΟΥΤΕΛΙ για μικρούς: Ήταν χοντρή, από τραγίσιο μαλλί, πάχος ενάμιση πόντο, υφασμένη καλά στον αργαλειό και μπασμένη  στη ντριστέλα (= νεροτριβή). Βάζανε τρεις τάβλες σαν χαντάκι και καθόντουσαν δύο άντρες αντικριστά. Κυλάγανε το χοντρό, πυκνό υφαντό, πατώντας το και αλλάζοντας τη θέση και από τις δύο όψεις, ενώ ταυτόχρονα γυναίκες ρίχνανε πολύ νερό χλιαρό (όχι ζεματιστό) για να τριφτεί. Με την τριβή κλείνανε οι πόροι και γινότανε αδιαπέραστη από τη βροχή. Ήταν αδιάβροχη. Μονοκόμματη σε σχήμα τσουβαλιού, ανοιχτή μπροστά. Μεταξύ των ώμων ήτανε ραμμένη. Έχει σχήμα παλτού με κουκούλα στο κεφάλι. Ζέσταινε τον τσοπάνη και τον προφύλαγε από τη βροχή, το χιόνι και το κρύο. Επίσης πάνω της κοιμόταν και ξεκουραζόταν.
                ΣΕΛΑΧΙ: Δερμάτινο, με 2-4 θήκες, που λέγονταν φύλλα. Μέσα σ’ αυτές τοποθετούσε το μαχαίρι, το μαντηλάκι, τη χτένα, το καθρεφτάκι, και τον καπνό μαζί με όλα τα σύνεργα του καπνιστή [τσακμάκι (= αναπτήρας) ή σπίρτα ή τσακμακόπετρες, πριόβολο και ίσκα].                                                                                
                Ο τσοπάνης κρατούσε πάντα, άμα ήταν κοντά στο κοπάδι, την γκλίτσα του (στραβολέκα ή αγκούλα). Ήταν το μεγάλο εκείνο ραβδί, μπαστούνι, το γυριστό, με το οποίο έπιαναν τα γίδια από το λαιμό. Είχαν και μια μικρότερη για να ακουμπούν. Η στραβολέκα είχε μήκος μεγαλύτερο από το μπόι του τσοπάνη.
                Απαραίτητη για τον τσοπάνη ήτανε και μια τσάντα πέτσινη με δύο θήκες και κρεμαστή με λουρί στον ώμο καθώς και ο ντορβάς (ταγάρι) κρεμαστό στον ώμο. Στην μία θήκη της τσάντας έβαζε ο τσοπάνης το ψωμί, το τυρί, σκόρδα ή κάνα ξερό κρεμμύδι, ελιές, κάνα μπουκαλάκι λάδι, αλάτι κ.λ.π. Στην άλλη θήκη έβαζε ορισμένα εργαλεία ή χρήσιμα αντικείμενα. Μαχαίρι, σακοβελόνα για να ράβεται, σουβλί, κουβαράκι με νήμα, κλωστή, τσακμακόπετρα για να ανάβει φωτιά, φυτίλι κ.λ.π. Νερό είχε μαζί του σε νεροκολοκύθα (φλασκί) ή σε νεράσκι, μικρό δερμάτινο σάκο.

 

ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΤΣΟΠΑΝΗΔΩΝ

                1. Προβαταραίοι: ήταν αυτοί που φυλάνε τα πρόβατα .
                2. Γιδάρηδες η γιδαραίους: αυτούς που φυλάνε τα γίδια.
                3. Βαλμάδες: αυτοί που φυλάνε και βόσκουν τα άλογα, τις φοράδες, τα μουλάρια, και τα γαϊδούρια.
                Οι προβαταραίοι
                1. Αρνάρηδες: είναι αυτοί που βόσκουν τα μικρά αρσενικά (σερκά), και θηλυκά αρνιά (αρνάδες), όταν αποκοπούν από τις μάνες τους λέγονται, σουγκάρια.
                2. Ζυγουριάρηδες ή ζυγουργιαρέοι: είναι αυτοί που φυλάνε τις μεγαλύτερες αρνάδες, τις ζυγούρες ή τα ζυγούρια ,τις ζυγουρομπλιόρες ή ζυγουρομπλιόργια, τα πρόβατα που ήταν γεννημένα από τον προηγούμενο χειμώνα.
                3. Γκαστριάριάρηδες ή γαλάρηδες ή γαλαριάρηδες: αυτοί που βοσκούν τις μπλιόρες πρατίνες, τις γκαστρωμένες η αυτές που έχουν γεννήσει και φέρνουν γάλα ,τις γαλαρομπλιόρες ή γαλαργιες πρατίνες ή γαλάρια πράτα, επίσης αυτοί προσέχουν και τα αρνιά όταν αποκοπούν.
                4. Στερφάρηδες ή στερφαραίους: αυτοί που προσέχουν όλα τα πρόβατα που δεν γεννάνε, τα στέρφα, τις στέρφες πρατίνες.
                5. Κριαράδες ή κριάρηδες: αυτοί που βόσκουν τα κριάρια.
                Σε κάθε κοπάδι οι πιο διαλεχτοί τσοπάνηδες ήταν οι γαλαριάρηδες και οι γκαστριάρηδες.
               
ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΓΙΔΑΡΗΔΩΝ
                1. Βετουλιάρηδες: αυτοί που βοσκούν τα κατσίκια που γεννήθηκαν τον περασμένο χρόνο, τα βετούλια, αυτοί επίσης πηγαίνουν και τα κατσικάκια για βοσκή μόλις αποκοπούν από την μάνα τους.
                2. Τραγιάρηδες ή γιδάρηδες: αυτοί που έχουν τις στέρφες γίδες, τις στερφόγιδες, και τα τραγιά.
                3. Κατσικάρηδες: αυτοί βόσκουν τις γκαστρωμένες γίδες, τις μπλιόρες και αργότερα τις γαλάριες , τις κατσικάδες.
                Οι βετουλιάρηδες και οι τραγιάρηδες βόσκουν όλα μαζί τα στέρφα γίδια σε ένα κοπάδι. Σε αυτό βάζουν αργότερα και τα βετούλια. Έτσι όσοι έχουν μεγάλο κοπάδι με γίδια, σχηματίζουν πάντα δύο κοπάδια, ένα για τα στέρφα κι ένα για γαλάρια.
                Για τον έξυπνο και έμπειρο τσοπάνο που μπορούσε με μία ματιά να ξεχωρίσει το κοπάδι, αν λείπει κάποιο πρόβατο, μην υπάρχει κάποια αρρώστια, έλεγαν ότι αυτός έχει (γνώρο)


ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΠΡΟΒΑΤΩΝ ΚΑΙ ΓΙΔΙΩΝ

         Πράματα λέγανε όλα τα ζωντανά τους, γιδοπρόβατα, και αλογομούλαρα.
                Ξεχωρίζανε τα πρόβατα από: τα κέρατα, τα αυτιά, το χρώμα των ματιών, τα βυζιά, την ουρά, το τρίχωμα, την ηλικία, το γένος κλπ.
                Τα πρόβατα διακρίνονται, από τον γενικό χρωματισμό που έχει το μαλλί τους, σε: μαύρα λάγια, άσπρα φλώρα, και παρδαλά, όσων τα μούτρα είναι ασπρόμαυρα.
                Τα χώριζαν σε δύο μεγάλα μπουλούκια. Ένα μπουλούκι ήταν τα φλώρα και άλλο μπουλούκι ήταν τα λάγια.
                Τα λάγια διακρίνονται σε :
                1. Γρίβα, όταν το χρώμα τους είναι σταχτί σκούρο.
                2. Μουράτα, όταν είναι κατάμαυρα.
                3. Μπάλια, όταν έχει άσπρο στην κορυφή του κεφαλιού.
                4. Ασπρονόρκα, όταν είναι κατάμαυρα με άσπρη την άκρη της ουράς.
                5. Καλιγούσα, όταν τα πόδια της είναι άσπρα.
                6. Μπασούρα ή μπασούρκο όταν έχει άσπρο κεφάλι και άσπρη ουρά η μαύρες βούλες στον λαιμό.
                Τα
φλώρα λάγια διακρίνονται σε :
                1. Βάκρα, όταν η πρατίνα έχει μαύρο μούτρο και μαύρα πόδια.
                2. Καραμπάσκου, όταν έχει χοντρές μαύρες γραμμές στο πρόσωπο.
                3. Κάλισα ή κάλισου, όταν έχει λεπτές αλλά έντονες γραμμές στο πρόσωπο. Αυτές τις γραμμές τις έχουν για τις ομορφότερες.
                4. Καραμάνα, όταν έχει άσπρο πρόσωπο και μαύρες γραμμές γύρο από τα μάτια.
                5. Μπέλα, όταν έχει άσπρο πρόσωπο.
                6. Κάτσινη, όταν έχει πρόσωπο κόκκινο ή ξανθοκίτρινο.
                7. Κοκκινομάτα, όταν η τρίχα γύρο από τα μάτια είναι κόκκινη.
                8. Μπούτσικα, όταν έχει πρόσωπο κόκκινο, τα πόδια και την άκρη της ουράς.
                9. Μπούκα, όταν έχει πρόσωπο κόκκινο.
                Οι
λάγιες φλόρες πρατίνες ονομάζονται και:
                1. Μαλάτες, όταν έχουν μακριά μαλλιά.
                2. Ρούντες, όταν έχουν κοντά και πυκνά μαλλιά.
                3. Μαρμάρες, όταν δεν γενούνε.
                4. Καλαμοβύζες, όταν έχουν μικρά βυζιά.
                5. Κρούτες, όταν έχουν κέρατα.
                6. Σκουλαρικάτες, όταν έχουν σκουλαρίκια στον λαιμό.
               
Τα γίδια
                Από το τρίχωμα χωρίζονται τα γίδια σε:
                1. Γκόρμπα, ολόμαυρη.
                2. Κανούτα, γκρίζα ανοιχτή.
                3. Μούργκα, γκρίζα σκούρα.
                4. Φλώρα, ασπρόγκριζα.
                5. Γκέσα, όταν έχει μαύρες ή άσπρες γραμμές στο πρόσωπο της, ενώ το τρίχωμα στο σώμα της είναι άλλοτε μαύρο και άλλοτε γκρίζο, έτσι έχουμε την γκέσα και την κανούτα ή γκεσα-γκόρμπα.
                6. Φλωροκανούτα, όταν έχει ανάκατες άσπρες και γκρίζες τρίχες.
                7. Μπάρτζα, όταν έχει την κοιλιά και το πρόσωπο καφεκόκκινο.
                8. Ρούσα, όταν έχει καστανόξανθο τρίχωμα και άσπρο πρόσωπο.
                9. Μπούκα, όταν έχει καφεκόκκινο μούτρο.
                Τα
γίδια διαχωρίζονται και από τα κερατά τους.
                1. Σούτος, σούτα, σιούτο, όταν δεν έχει κέρατα.
                2. Κουτσοκέρα, όταν έχει σπασμένο ένα κέρατο.
                3. Ορθοκέρα, όταν τα κέρατά της είναι όρθια.
                4. Πισοκέρα, όταν τα κέρατά της κλείνουν προς τα πίσω.
                5. Στριφτοκέρα, όταν τα κέρατά της είναι σαν μπούκλες.

 

ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ

                 Ο νερόμυλος είναι μια παλιά μηχανή. Χιλιάδες χρόνια εξυπηρέτησε τον άνθρωπο και ίσως σε κάποιες περιπτώσεις (ελάχιστες βέβαια, έως μηδαμινές) τον εξυπηρετεί ακόμη.
                Ο νερόμυλος, όπως και ο ανεμόμυλος, είναι από τις πρώτες μηχανές, που κατασκεύασε ο άνθρωπος, χρησιμοποιώντας για την κίνησή τους, όχι τα χέρια του ή τα ζώα, αλλά τις φυσικές δυνάμεις, το νερό και τον άνεμο. Τον 16ο αιώνα π.Χ. εμφανίζεται υποτυπώδης μηχανή μύλου, ο χερόμυλος ή χειρόμυλος. Ο χερόμυλος υπήρξε μακρινός πρόγονος του νερόμυλου.
                Χρησιμεύει για το άλεσμα των σιτηρών και χτιζόταν στις άκρες των ποταμών και σε σίγουρο μέρος για να μην τον παρασέρνουν οι πλημμύρες.
                Ο λαός πίστευε ότι στο μύλο κατοικούσαν διάβολοι, ξωτικά καλικάντζαροι κι άλλα λογής-λογής δαιμονικά. Είχε πλάσει με τη πρωτόγονη κι αχαλίνωτη φαντασία του πολλές σχετικές ιστορίες.
                Η ονομασία των μύλων έχει σχέση με την τοποθεσία που χτίζονταν ή με το όνομα του πρώτου κτήτορα.
               
ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΜΥΛΟΥ:
                Η περιοχή του νερόμυλου αρχίζει από τη δέση, δηλ. από το σημείο εκείνο του ποταμού, απ’ όπου έπαιρναν την κινητήρια δύναμη, το νερό.
                Η ΔΕΣΗ: Είναι ένα φράγμα, που φτιαχνόταν πάντοτε λίγο μακριά από τον μύλο και σε μέρος που ήταν σε μεγαλύτερο ύψος από την αλφαδιά (στάθμη) του μύλου.
                Έπαιρναν μεγάλους κορμούς πεύκων ή άλλων δέντρων, μάκρος 8-10 μέτρα, μάννες λέγονταν, και τους τοποθετούσαν τον έναν πάνω στον άλλο, για να γίνει ένας φράχτης. Οι κορμοί στηρίζονταν και στις δύο όχθες του ποταμού, πάνω σε μεγάλες πέτρες ή σε χοντρά πλατάνια απ’ τη μια άκρη και σ’ ένα βράχο απ’ την άλλη. Κατόπιν καρφώνουν πάνω στους κορμούς άλλα ξύλα, τα πατήλια, σταυρωτά με μεγάλα καρφιά, που λέγονται τζιαβέτες.
                Πάνω απ’ τα πατήλια τοποθετούσαν μεγάλα κλαδιά δέντρων, τα οποία έπρεπε να έχουν πυκνό φύλλωμα (πουρνάρια, δάφνες…). Τα τοποθετούσαν το ένα κλαδί πάνω στο άλλο, ρίχνοντας και χώμα ή άμμο ποταμίσια, για να σχηματισθεί ένα παχύ στρώμα. Η δουλειά αυτή λεγόταν κλάρωμα.
                Όλα τα παραπάνω γίνονταν από το καλοκαίρι. Πάντοτε τέλη Αυγούστου - αρχές Σεπτεμβρίου. Τότε άρχιζαν να κατεβάζουν νερό τα ρέματα.
                Όταν η κατεβασιά ήταν σιγανή, όλα τα ξερόφυλλα, ξερόχορτα, ξερόκλαδα και χαμόκλαδα, που έφερνε και συμπαρέσυρε κολλούσαν πάνω στην κλαρωσιά της δέσης. Κι έτσι θα σχηματισθεί ένα πυκνό και στερεό σώμα, ένας φράχτης, που εμποδίζει να περνάει το νερό προς την κοίτη του ποταμού.
                Μ’ αυτό τον τρόπο στερνιάζει το νερό πίσω από τη δέση και σηκώνεται στο ύψος που χρειάζεται για να μπει στο μυλαύλακο. Ακόμη βέβαια η δέση δεν ήταν έτοιμη. Χρειαζόταν κι άλλη πλημμύρα (=κατεβασιά) μεγαλύτερη, για να φέρει άμμο και λάσπη, να κυλήσει πέτρες και κοτρόνια μεγάλα, που θα φράξουν τη δέση, θα κάνουν ένα στρώμα σαν τοίχο. Τότε μπορούσα να πουν πως η δέση τελείωσε και στερεώθηκε. Βέβαια καμιά φορά η κατεβασιά ήταν πολύ μεγάλη και τότε τα κατέστρεφε όλα, οπότε έπρεπε να τα ξαναφτιάξουν απ’ την αρχή.
                ΤΟ ΜΥΛΑΥΛΑΚΟ: Είναι το αυλάκι, που αρχίζει από τη δέση και φτάνει ως τη στέρνα του μύλου. Στην αρχή του μυλαύλακου, υπήρχε η παλκωσιά, δηλ. ένας ξύλινος φράχτης, που εμπόδιζε τα χοντρά ξύλα κι άλλες σαβούρες, να μπαίνουν στ’ αυλάκι και να δυσκολεύουν τη ροή του νερού. Χάρη στο φράχτη αυτόν, το νερό φτάνει καθαρό στο βαρέλι. Η παλκωσιά χρησίμευε κι όταν έκανε πλημμύρες. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ρόλος της ήταν ανασχετικός. Τα δέντρα εμπόδιζαν να περάσει πολύ νερό προς το μύλο, που σα συνέπεια θα είχε να προκληθούν ζημιές.
                Μετά την παλκωσιά, υπήρχε η κόφτρα. Αυτή ήταν μια τομή του αυλακιού. Στη θέση της, απαραίτητα, τοποθετούσαν μια πόρτα, που την άνοιγαν το χειμώνα, για να φεύγει κάμποσο νερό, γιατί δεν χρειαζόταν όλο. Το μυλαύλακο συνεχιζόταν ως τη στέρνα, που βρισκόταν μπροστά στο βαρέλι, και πάνω από το μύλο.
                ΤΟ ΚΑΘΑΡΙΣΜΑ: Το μυλαύλακο εκτός από την καθημερινή συντήρηση, καθαριζόταν 2 φορές το χρόνο. Η πρώτη το μήνα Μάιο, από υδρόβια χόρτα, που φυτρώνουν, άλλα μέσα στο νερό κι άλλα στα τοιχώματα του αυλακιού και αναχαιτίζουν τη ροή του νερού. Το δεύτερο καθάρισμα γινόταν τον Οκτώβριο, από μια γλοιώδη λάσπη, ανακατεμένη με φύλλα δέντρων, μούσκλια αλλά και από καβούρια και φίδια (τις νεροφίδες, όπως τα έλεγαν).
               
                ΤΟ ΧΤΙΣΤΟ ΑΥΛΑΚΙ: Από τη στέρνα το νερό έπεφτε στο βαρέλι, περνώντας πάντοτε από ένα χτιστό αυλάκι. Σ’ αυτό τοποθετούσαν 2 παλκωσιές, που χρειάζονταν για εμποδίζουν τα σκουπίδια να πέφτουν μέσα στο βαρέλι. Η πρώτη παλκωσιά ήταν πλατύτερη, σε σύγκριση με τη δεύτερη και ήταν φτιαγμένη με χοντρά ξύλα. Η τελευταία αυτή είναι ψιλή, από συρμάτινη σήτα. Ότι δεν συγκρατούσε η πρώτη, το συγκρατούσε η δεύτερη. Αφού το νερό περνούσε από τις παλκωσιές, καθαρό, έφτανε στο μπούλιο, ένα φράγμα, φτιαγμένο από χοντρό συνηθισμένο σανίδι. Έφραζε τελείως το νερό, για να μην περάσει προς το βαρέλι.
                ΤΟ ΒΑΡΕΛΙ: Ήταν φτιαγμένο από ξύλο ή και από τσίγκο και αποτελείτο, ανάλογα με την κρέμαση που θα είχε ο μύλος, από 2, 3 ως 4 τεμάχια (=κάδες). Η κάθε κάδη είχε μήκος 2-3 μέτρα και δενόταν με χοντρά στεφάνια, για να αντέχει στη μεγάλη πίεση του νερού. Στον πυθμένα, η κάδη ήταν στενή, ώστε να βγαίνει με δύναμη το νερό. Το βαρέλι στηριζόταν στο κολοβούτς και στον δράκο.
                Η ΒΑΣΗ ΚΑΙ Η ΣΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΜΥΛΟΥ: Η βάση βρισκόταν στο ζουριό, που ήταν κάτω από τον μύλο. Το ζουριό ή καμάρα, ήταν ένας
θολωτός θάλαμος και εκεί βρισκόταν η φτερωτή. Η βάση του μύλου αποτελείτο από τα προσκέφαλα και το ταμπάνι. Η στρώση φτιαχνόταν στο πάτωμα του μύλου και βρισκόταν ακριβώς πάνω απ’ τη βάση, σε ύψος 1-1,5 μ. πάνω απ’ το σημείο που έπεφτε το νερό. Τοποθετούσαν κορμούς δέντρων, όπως τοποθετούνται τα σανίδια στο πάτωμα το ένα πλάι στο άλλο. Άρχιζαν την τοποθέτηση από το πίσω μέρος, όπου βρισκόταν το βαρέλι. Έτσι σκεπαζόταν το μέρος καλά και δεν μπορούσε να πεταχτεί, από το ζουριό ούτε μια σταγόνα νερού, για να περάσει στη στρώση. Στο κέντρο ακριβώς της στρώσης άνοιγαν μια τρύπα, από την οποία θα περνούσε το αδράχτι, ο κεντρικός δηλ. άξονας κίνησης.
                Η ΚΑΤΩ ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ - Ο ΚΑΒΟΥΡΑΣ: Πάνω στη στρώση κι ακριβώς πάνω απ’ το κέντρο του ταμπανιού, τοποθετούσα την
κάτω μυλόπετρα. Στερεωνόταν καλά και κυρίως φρόντιζαν να μη γέρνει προς κανένα μέρος. Αυτή η μυλόπετρα έμενε ακίνητη. Στο κέντρο της έφτιαχναν μια τετράγωνη τρύπα, όπου θα στηριζόταν ο κεντρικός άξονας κίνησης, το αδράχτι.
                ΤΟ ΑΔΡΑΧΤΙ: Τετράγωνο ή στρογγυλό ξύλο, που το πλάνιζαν και το ευθυγράμμιζαν με μεγάλη προσοχή. Στην κορυφή του
αδραχτιού (σε ατσάλινο στρογγυλό σίδερο), τοποθετούσαν οριζόντια, σε υποδοχή, ένα άλλο πλατύ σίδερο, που είχε δεξιά κι αριστερά από ένα πτερύγιο. Το σίδερο λεγόταν χελιδόνα. Στα πτερύγια της στηριζόταν η επάνω μυλόπετρα και κρατιόταν απ’ αυτά. Αυτή η μυλόπετρα κινιόταν, αφού περιστρεφόταν γύρω απ’ το αδράχτι.
                ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΦΤΕΡΩΤΗ: Την κίνηση τη δίνει η
φτερωτή, που πάνω της χτυπούσε με ορμή το νερό. Η φτερωτή αποτελείτο από 2 ξύλινους κύκλους, εσωτερικό και εξωτερικό. Η κατασκευή τους ήταν τέτοια, ώστε το νερό χτυπώντας επάνω τους, να βρίσκει αντίσταση και να αναγκάζει τη φτερωτή να περιστρέφεται μαζί με το αδράχτι. Τα κουτάλια της φτερωτής άλλοτε ήταν ξύλινα και άλλοτε μεταλλικά, στερεωμένες η μια κοντά στην άλλη.
                Η ΚΟΦΙΝΑ: Μια ξύλινη
κάσα, σχήματος κόλουρου κώνου ή κόλουρης τετραγωνικής πυραμίδας. Την τοποθετούσαν πάνω ακριβώς από την πάνω μυλόπετρα και σ’ αυτήν έριχναν το σιτάρι ή άλλους καρπούς, που ήταν για άλεσμα. Από την κοφίνα ο καρπός έπεφτε στον κούτλα. Ο κούτλας ή καρύδι, ήταν ένα ημισφαιρικό κασάκι, κουφωμένο από μονοκόμματο ξύλο, με στόμιο μπροστά. Με το τρεμούλιασμα του κούτλα, ο καρπός έπεφτε λίγος-λίγος μέσα στις μυλόπετρες. Αν έπεφτε πολύς καρπός, τότε ο μύλος θα μπούκωνε και θα σταματούσε. Το ρολόι ή ραγουλάτορος ήταν ένας στρόφαλος στην μπροστινή πλευρά της κοφίνας και με το σχοινί αυτό ρύθμιζε ο μυλωνάς, πώς να πέφτει ο καρπός, πολύς ή λίγος. Όταν ο μύλος ήταν σηκωμένος, το σχοινί ήταν κατεβασμένο και ο καρπός έπεφτε πολύς. Το αλεύρι γινόταν χοντρό. Και όταν ο μύλος ήταν χαμηλωμένος, το σχοινί ήταν ανεβασμένο και ο καρπός έπεφτε λίγος, το αλεύρι έβγαινε ψιλό.
                Ο ΚΟΘΡΟΣ: Τις μυλόπετρες τις έντυναν κυκλικά μ’ ένα ξύλινο (κόντρα-πλακέ) ή τσίγκινο κάλυμμα που λεγόταν κόθρος.
                Η ΑΛΕΥΡΟΘΗΚΗ: Ένα είδος κάσας όπου θα έπεφτε το αλεύρι.
                Η ΣΗΚΩΤΗΡΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΜΑΤΗΡΑ: Για να βγαίνει ψιλό ή χοντρό αλεύρι, χρησιμοποιούσαν τη σηκωτήρα, που βρισκόταν στα δεξιά της μυλόπετρας. Ήταν ένας σιδερένιος μοχλός που σήκωνε ή χαμήλωνε το ταμπάνι, οπότε και τη μυλόπετρα. Η σταματήρα βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της μυλόπετρας, απέναντι από τη σηκωτήρα. Η δουλειά της ήταν να φράζει ή ν’ αφήνει ελεύθερη την τρύπα, από την οποία εκτοξευόταν το νερό και έδινε την κίνηση.

               
ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΛΩΝΑ
                Τα πιο απαραίτητα εργαλεία του μυλωνά ήταν:
                ΤΟ ΦΤΥΑΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΣΑΠΙ: Τα χρησιμοποιούσε κάθε μέρα στο αυλάκι.
                ΤΑ
ΜΥΛΟΚΟΠΙΑ: Τα χρησιμοποιούσε για να χαράζει τις μυλόπετρες.
                ΟΙ ΚΟΥΦΟΣΜΙΛΕΣ: Για να κάνει κοίλα κάποια ξύλινα μέρη-εξαρτήματα του μύλου.
                ΤΟ ΦΤΥΑΡΙ ΤΗΣ ΑΛΕΥΡΟΘΗΚΗΣ: Ξύλινο, φτιαγμένο από μικρό τετράγωνο σανίδι, με ξύλινη χειρολαβή. Μ’ αυτό ο μυλωνάς μάζευε το αλεύρι και το σάκιαζε στα σακιά.
                Ο ΤΡΙΠΟΔΑΣ: Ξύλινο χαμηλό τραπεζάκι, πάνω στο οποίο στήριζαν την πάνω πέτρα όταν επρόκειτο να τη χαράξουν.
                Ο ΠΑΠΑΣ: Ξύλο κυλινδρικό, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν την πάνω μυλόπετρα και μπορούσαν έτσι κυλώντας το, εύκολα και άκοπα, να τη μετακινούν.
                ΤΟ ΣΑΜΠΑΝΙ: Ήταν φτιαγμένο από τριχιά (=χοντρό σχοινί) και 2 ξύλα. Πάνω σ’ αυτό τοποθετούσαν τα τσουβάλια για να τα ζυγίσουν στο
καντάρι.
                Επίσης χρειαζόταν και πολλά εργαλεία του μαραγκού, όπως σκεπάρνι, πριόνι, ροκάνι, πλάνη, τριβέλι (τρυπάνι) κ.ά.

πηγη: http://users.sch.gr/vaxtsavanis/index.html